- κομβίου
- κομβίονbuckleneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek
Πάλμερ, κοχλίας του- ή ελεγκτήρας του Πάλμερ — Μικρομετρικό όργανο χρησιμοποιούμενο για τη μέτρηση παχών. Η ακίδα Α (βλ. εικόνα) είναι σταθερή· στον κοχλιωτό θάλαμο Θ στρέφεται ο κοχλίας Κ, ο οποίος καταλήγει στην κυλινδρική ακίδα Β και εξωτερικά στην πυξίδα Π. Επί του Θ είναι χαραγμένη η… … Dictionary of Greek